- ομηρίζω
- ὁμηρίζω (Α)1. μιμούμαι τον Όμηρο, γράφω ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις2. θεατρ. εκτελώ σκηνές από τα ομηρικά έπη3. (για άρρενες) συνουσιάζομαι παρά φύσιν4. αφαιρώ αίμα με βεντούζα, κάνω κοφτές βεντούζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «συνουσιάζομαι παρά φύσιν», λόγω παρετυμολογικής σύνδεσής του με το ουσ. μηρός].
Dictionary of Greek. 2013.